- αθυσίαστος
- -η, -ο [θυσιάζω]αυτός που δεν έχει θυσιαστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθυσίαστος, -η — ο αυτός που δε θυσιάστηκε: Τα πραγματικά συμφέροντα της πατρίδας πρέπει να είναι αθυσίαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άθυτος — η, ο (Α ἄθυτος, ον και στος, ον) [θύω] αυτός που δεν έχει θυσιαστεί, αθυσίαστος νεοελλ. άσφαχτος αρχ. 1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θυσία ή τελετή, άνομος, παράνομος 2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος για θυσία ή προσφορά 3. (για θεούς) αυτός… … Dictionary of Greek